τυμβος

τυμβος
    τύμβος
    I
    ὅ
    1) могильный курган Hom., Her., Trag.
    2) могила Pind., Aesch.
    3) могильный камень, надгробная плита
    

(τ. ξεστός Eur.)

    4) презр. дохлятина Arph.
    II
    adj. m близкий к могиле, дряхлый
    

(γέρων Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τυμβος" в других словарях:

  • τύμβος — sepulchral mound masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβος — Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν στην αρχαιότητα ο τάφος ενός ή πολλών ατόμων πάνω από τον οποίο συσσωρευόταν σωρός από χώμα. Συνήθως ήταν μεγαλοπρεπής τάφος ο οποίος έφερε το λεγόμενο σήμα, μια πέτρα δηλαδή ή πλάκα ή επιτύμβια στήλη. Η συνήθεια να …   Dictionary of Greek

  • τύμβος — ο 1. μικρό ύψωμα χώματος πάνω σε τάφο, τούμπα. 2. μεγαλόπρεπος τάφος, μεγαλόπρεπο μνημείο: Ο τύμβος των πεσόντων στη μάχη. 3. επιτάφια πλάκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλεξαντρόπολ, τύμβος — Σκυθικός βασιλικός τύμβος, από τους πλουσιότερους που έχουν έρθει στο φως. Βρέθηκε το 1852 στη Νικόπολη της Ουκρανίας και ανάγεται στον 3ο αι. π.Χ. Ο τύμβος είχε συληθεί από τα αρχαία χρόνια. Οι αρχαιολογικές έρευνες μαρτυρούν ότι o νεκρός… …   Dictionary of Greek

  • τύμβε — τύμβος sepulchral mound masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβοι — τύμβος sepulchral mound masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβοιο — τύμβος sepulchral mound masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβοις — τύμβος sepulchral mound masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβοισι — τύμβος sepulchral mound masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβοισιν — τύμβος sepulchral mound masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβον — τύμβος sepulchral mound masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»